- εκταπεινώ
- ἐκταπεινῶ (-όω) (Α)επιτατ. τού ταπεινώ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεκταπεινώ — όω, Α [ἐκταπεινῶ] ταπεινώνω, εξευτελίζω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
συνεκταπεινώ — όω, Α ταπεινώνω ομοίως («τοῑς δεομένοις ἑαυτὸν ἐκδιδόναι καὶ συνεκταπεινοῡν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκταπεινῶ, επιτατ. τ. τού ταπεινῶ / ώνω] … Dictionary of Greek